-
1 навалять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навалянный, βρ: -лян, -а, -оρ.σ.μ.1. (ποσοτικά) πιλώ, συμπιλώ.2. (ποσοτικά) σωριάζω, συσσωρεύω.3. φτιάχνω άτσαλα, τσαπατσούλικα, άτσαλα (για γράψιμο, σχεδίαση κ.τ.τ.).ξαπλώνω πολύ•он -ялся за день αυτός ξάπλωσε όλη τη μέρα.
εκφρ.навалять на ногах у кого – (απλ.) πέφτω στα πόδια κάποιου (εκλιπαρώ).